- στενωπούς
- στενωπόςnarrowmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεκβολή — η (AM διεκβολή) [διεκβάλλω] νεοελλ. πέρασμα, δίοδος αρχ. 1. διάβαση μέσα από μια περιοχή 2. διάβαση μέσα από βουνά ή στενωπούς 3. στόμιο, εκβολή 4. έξοδος πόλης 5. τραπεζική απόδειξη πληρωμής 6. πηγή ποταμού 7. μτφ. αρχή, πηγή 8. παραπόταμος 9.… … Dictionary of Greek
καταλάμπω — (AM καταλάμπω) εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.) μσν. αρχ. 1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α.… … Dictionary of Greek